- Πολύβιοι
- Πολύβιοςwell-to-domasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολύβιοι — πολύβιος well to do masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης … Dictionary of Greek